- γλαύσσω
- γλαύσσω (Α)λάμπω, αστράφτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός (πρβλ. λευκός, λεύσσω).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγλαύσσω — (Α) [γλαύσσω] λάμπω, φαίνομαι ολοκάθαρα … Dictionary of Greek
υπογλαύσσω — Α υποβλέπω, ρίχνω λοξές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλαύσσω «λάμπω»] … Dictionary of Greek